Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

под -ом у него

  • 1 башмаки

    -ов, πλθ. (ενκ. -мак, -а α.)
    1. υπόδημα, παπούτσια• μποτάκια.
    2. εποχλέας, τροχοπέδη, φρένο.
    εκφρ.
    под -ом у него – είναι υποχείριο αυτού•
    под -ом жены – είναι υποχείριο της γυναίκας του.

    Большой русско-греческий словарь > башмаки

  • 2 рука

    рук||а
    ж
    1. τό χέρι, ἡ χείρ / τό μπράτσο, ὁ βραχίονας [-ων] (от локтя до плеча):
    правая \рука τό δεξιά χέρι· левая \рука τό ἀριστερό χέρι· брать на руки παίρνω στά χέρια· махать \рукаа́ми κουνώ τά χέρια· держать в \рукаа́х прям., перен ἔχω στό χέρι· взять кого-л. под руку πιάνω ἀπ' τό μπράτσο, πιάνω κάποιον ἀγκαζέ· идти под руку с кем-л. πηγαίνω μέ κάποιον ἀγκαζέ· вести кого-л. под руки συνοδεύω κάποιον κρατώντας τον ἀγκαζέ· вести за руку κρατώ ἀπό τό χέρι· здороваться за руку χαιρετώ μέ χειραψία· подавать кому́-л. ру́ку δίνω τό χέρι μου· трогать \рукаами ἀγγίζω μέ τά χέρια· \рукаами не трогать! μήν ἀγγίζετε!· руки вверх! ψηλά τά χέρια!· по правую руку στό δεξί χέρι, στά δεξιά· на левой \рукае στ' ἀριστερό χέρι, στ' ἀριστερά· быть по \рукае (о перчатках) μοῦ ἐρχεται καλά στό χέρι·
    2. (почерк) ὁ γραφικός χαρακτήρας, τό γράψιμο:
    это не его \рука δέν εἶναι ὁ δικός του χαρακτήρας, δέν εἶναι τό γράψιμο του·
    3. перен (протекция) разг τό μέσο[ν], ἡ προστασία· ◊ он его правая \рука εἶναι τό δεξί του χέρι· \рука не дрогнет δέν θά διστάσω· у меня \рука не поднимается δέν μοδ κάνει καρδιά· золотые руки а) ἡ χρυσοχέρα (о женщине), б) ὁ χρυσοχέρης (о мужчине)· сидеть сложа руки κάθομαι μέ σταυρωμένα τά χέρια· руки не доходят до чего-л. δέν Εχω καιρό ν' ἀσχοληθώ μέ κάτι· у него руки опускаются χάνει τό κουράγιο του· ру́кн прочь! κάτω τά χέρια!· играть в четыре \рукай παίζω κατρμαίν связать кого-л. по \рукаам δένω τά χέρια κάποιου· быть связанным по \рукаа́м и ногам εἶμαι δεμένος χεροπόδαρα· уда́рить по \рукаа́м (согласиться) δίνω χέρι, συμφωνώ· дать кому-л. по \рукаам τιμωρώ κάποιον, τσακίζω τά χέρια· ходить по \рукаам περνώ ἀπό χέρι σέ χέρι· прибрать к \рукаам что-л. βάζω κάτι στό χέρι, οἰκειοποιούμαι κάτι· \рукаам воли не давай! μή σηκώνεις χέρι!· в одни руки (продать, отпустить) στό ἀτομο, κατ' ίίτο-μο[ν]· брать что-л. в свой руки παίρνω στά χέρια μου, ἀναλαμβάνω κάτι· взять кого-л. в руки κάνω κάποιον του χεριοο μου· взять себя в руки συνέρχομαι, συγκρατούμαι· попасть кому-л. в руки πέφτω στά χέρια κάποιου· быть в \рукаах у кого-л. μ' ἐχει κάποιος στό χέρι· быть (находиться) в хороших \рукаах βρίσκομαι σέ καλά χέρια· это в наших (их, ваших, его и т. п.) \рукаах εἶναι στό χέρι μας (τους, του, σας)· носить кого-л. на \рукаах ἔχω κάποιον μή στάξει καί μή βρέξει· иметь на \рукаа́х ἔχω· умереть на \рукаах у кого-л. πεθαίνω στά χέρια κάποιου· на все ру́ки мастер πολυτεχνίτης· набить руку παίρνω τόν ἀέρα (τής δουλειάς), συνηθίζω σέ κάτι· марать руки λερώνω τά χέρια μου· умывать руки νίπτω τάς χείρας μου, πλένω τά χέρια μου· \рука руку моет погов. τό ἕνα χέρι νίβει τ' ἀλλο καί τά δυό τό πρόσωπο· \рука об руку χέρι μέ χέρι· на скорую руку разг πρόχειρα, στά πεταχτά· нечист на руку ἀπατεώνας, παλη-άνθρωιτος· под пьяную руку разг στό μεθύσι, μεθυσμένος· подать руку помощи δίνω βοήθεια· поднять ру́ку на кого-л. σηκώνω χέρι (επάνω σέ κάποιον)-наложи́ть ру́ку на что-л. βάζω χέρι σέ κάτι, βάζω στό χέρι κάτι· наложить на себя руки κάνω ἀπόπειρα αὐτοκτονίας, σηκώνω ἐπάνω μου χέρι· приложить ру́ку βάζω τό χεράκι μου, βοηθώ· нагреть себе руки на чем-л. κάνω τή μπάζα μου, βγάζω μίζα· выдать на руки δίνω στά χέρια· это дело его рук εἶναι δική του δουλειά· из рук в ру́ки, с рук на руки ἀπό χέρι σέ χέρι· из первых рук ἀπό πρώτο χέρι· из рук вон плохо κακά καί ψυχρά· все валится из рук δέν μπορώ νά κάνω δουλειά· как без рук без кого-чего-л. εἶμαι ἀνήμπορος, μοῦ κόβονται τά χέρια· не покладая рук ἀσταμάτητα, ἀκούραστα· не хватает рабочих рук δέν φτάνουν τά ἐργατικά χέρια· отбиться от рук γίνομαι ᾶτακτος, δέν πειθαρχώ· с ру́к сбыть ξεφορτώνομαι κάτι· ему́ все сходит с рук βγαίνω πάντα λάδι· это мне не с \рукай разг δέν μοῦ ἐρχεται βολικό· средней \рукай разг μέτριος, κοινός· просить чьей-л, \рукаи ζητώ τό χέρι (или τήν χείρα), ζητώ σέ γάμο· махну́ть \рукао́й на что-л. παρατάω κάτι· \рукаой подать πολύ κοντά, δίπλα· как \рукаой сняло что-либо разг πέρασε ἐντελώς· чужими \рукаами жар загребать погов. βάζω ἄλλον νά βγάλει τό φίδι ἀπό τήν τρύπα, βάζω ἄλλον νά βγάλει τά κάστανα ἀπ' τή φωτιά· ухватиться обеими \рукаами за что-л. ἀρπάζομαι (или πιάνομαι) ἀπό κάτι, δέχομαι μέ εὐχαρίστηση· сон в ру́ку τό ὀνειρο βγήκε· передать кого-л. в ру́ки правосудия παραδίδω κάποιον στά χέρια τής δικαιοσύνης· положа ру́ку на сердце μέ τό χέρι στήν καρδιά.

    Русско-новогреческий словарь > рука

  • 3 ноготь

    -гтя, γεν. πλθ.α. νύχι•

    обрзать (подстричь) -ти κόβω τα νύχια•

    царапать -ями γρατσουνίζω με τα νύχια•

    у него сошл ноготь του έπεσε (βγήκε) το νύχι•

    у него вырастает ноготь του ξαναγίνεται το νύχι.

    εκφρ.
    с ноготьβλ. στη λ. ноготок• до конников (до конца) -ей μέχρι το κόκκαλο, μέχρι μυελού οστέων, βαμμένος•
    с молодых (младых) -й•, от молодых (младых) -ей – εξ απαλών ονύχων (από μικρό παιδί)•
    прижать к -тю ή подобрать под ноготь кого – υποτάσσω πλήρως.

    Большой русско-греческий словарь > ноготь

  • 4 вид

    вид I
    м
    1. (внешность) ἡ δψη [-ις], ἡ ἐμφάνιση, τό ἐξωτερικό[ν]/ τό ὕφος, ἡ ἐκφραση (выражение лица):
    общий \вид ἡ γενική ἄποψη, ἡ γενική θέα· здоровый \вид ὑγιής στήν δψη, πού φαίνεται ὑγιής· независимый (серьезный) \вид τό ἀνεξάρτητο (σοβαρό) ὑφος· иметь хороший \вид (о человеке) δείχνω (или φαίνομαι) καλά· у него́ веселый \вид ἐχει χαιρούμενη δψη· иметь жалкий \вид ἔχω ἀξιολύπητο ὕφος· на \вид, по \виду, с \виду φαίνεται, ἐξ ὀψεως· ему на \вид двадцать лет φαίνεται σάν είκοσι χρονών
    2. (состояние) ἡ κατάσταση; в нетрезвом \виде μεθυσμένος, πιωμένος, σέ κατάσταση μέθης·
    3. (зрелище, картина) ἡ ἄποψη, ἡ θέα, τό τοπεῖο[ν]:
    из окна открывался чудесный \вид» ἀπό τό παράθυρο φαίνονταν ὑπέροχη θέα· \виды Кавказа τά τοπία του Καυκάσου·
    4. \виды мн. (предположения, намерения) οἱ βλέψεις, οἱ προβλεψεις, οἱ προθέσεις:
    \виды на урожай οἱ προβλέψεις γιά τή σοδειά· \виды на будущее οἱ βλεψεις γιά τό μέλλον иметь \виды на кого-л., на что-л. ἔχω βλέψεις πάνω σέ κάποιον, ἐποφθαλμιώ κάτι· ◊ делать \вид καμώνομαι δτι..., προσποιοῦμαι, κάνω πώς...· не показать \виду δέν δείχνω δτι, δέν ἐκδηλώνομαι· иметь в \виду ἔχω ὑπ'δψη· для \вида γιά τά μάτια (τοῦ κόσμου), γιά τόν τύπο· под \видом μέ τήν πρόφαση, ὑπό τό πρόσχημα· ни под каким \видом ἐπ'ούδενί λόγω, μέ κανένα τρόπο, σέ καμμιά περίπτωση· поставить кому-л. на \вид κάνω παρατήρηση, κατακρίνω· он видал \виды είδε πολλά στή ζωή του· исчезнуть из \виду ἐξαφανίζομαι· терять из \виду χάνω ἀπ° τά μάτια μου, χάνω τά ίχνη· быть на \виду́ εἶμαι ἐκτεθειμένος, φαίνομαι· при \виде кого-л., чего-л. μόλις είδα (κάποιον, κάτι)· в \виде чего-л. μέ τή μορφή· в \виде эксперимента γιά πειραματισμό· в \виде доказательства σάν (или γιά) ἀπόδειξη.
    вид II
    м
    1. филос, биол. τό είδος·
    2. грам. ἡ μορφή:
    \виды глаголов οἱ μορφές των ρημάτων совершенный \вид ἡ τετελεσμένη μορφή· несовершенный \вид ἡ μή τετελεσμένη μορφή.

    Русско-новогреческий словарь > вид

  • 5 выйти

    выйду, выйдешь, παρλθ. χρ. вышел, -шла, -шло, προστκ. выйди, μτχ. παρλθ. χρ. вышедший, επίρ. μτχ. выйдя ρ.σ.
    1. βγαίνω έξω, εξέρχομαι•

    выйти из дому βγαίνω άπο το σπίτι•

    выйти из окружения βγαίνω από τον κλοιό•

    выйти на улицу βγαίνω έξω• βγαίνω στο δρόμο•

    выйти на охоту πηγαίνω κυνήγι•

    выйти на прогулку βγαίνω περίπατο•

    выйти на сцену βγαίνω στη σκηνή•

    выйти на дорогу στο δρόμο•

    выйти на добычу εξέρχομαι προς οίγραν (για κυνήγι).

    || μτφ. τίθεμαι εκτός, εξέρχομαι, βγαίνω•

    выйти из боя βγαίνω.εκτός μάχης•

    выйти из игры βγαίνω από το παιγνίδι (χάνω)•

    выйти из больницы βγαίνω από το νοσοκομείο, παίρνω εξιτήριο•

    выйти из школы τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ από το σχολείο•

    выйти на работу πηγαίνω στη δουλειά.

    || φυτρώνω•

    -шла кукуруза φύτρωσε το καλαμπόκι.

    || μτφ. απαλλάσσομαι•

    выйти из долгов βγαίνω από τα χρέη, ξεχρεώνομαι.

    || μτφ. χάνω•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή.

    || βγαίνω•

    выйти из употребления αχρηστεύομαι•

    выйти из себя βγαίνω από τον εαυτό μου, γίνομαι έξω φρενών.

    2. εκδίδομαι•

    -шел первый номер журнала βγήκε το πρώτο νούμερο του περιοδικού.

    3. αναδείχνομαι•

    выйти победителем βγαίνω νικητής.

    4. φτάνω το όριο•

    он ростом не -шел αυτός δεν βγήκε στο ανάστημα.

    5. γίνομαι, προκύπτω, αποβαίνω•

    из него -шел прекрасный работник αυτός έγινε θαυμάσιος εργατοτεχνίτης•

    из этого отреза выйдет два костюма απ’ αυτό το κομμάτι υφάσματος θα βγουν δυό κοστούμια.

    6. προέρχομαι, πηγάζω, προκύπτω•

    от свда вышли все недоразумения απ’ εδώ προέκυψαν όλες οι παρεξηγήσεις.

    7. προέρχομαι, κατάγομαι•

    он -шел из народа αυτό βγήκε από το λαό, είναι λαογένητος.

    8. εξέρχομαι•

    -из войны βγαίνω από τον πόλεμο.

    9. Μέ τη λ. замуж παντρεύομαι•

    она -шла замуж αυτή παντρεύτηκε.

    10. ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω•

    за месяц -шло около кубаметра дров το μήνα μου πήγε περίπου ένα κυβικό καυσόξυλα.

    || τελειώνω, περνώ•

    -шел срок τέλειωσε η προθεσμία.

    εκφρ. выйти на пенсию βγαίνω (πηγαίνω) στη σύνταξη• выйти из берегов πλημμυρίζω, ξεχειλίζω• выйти из возраста ξεπερνώ το όριο ηλικίας• выйти из головы (ума, памяти) ξεχνώ, λησμονώ• выйти из доверия χάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, δε χαίρω εμπιστοσύνης• выйти из положения βγαίνω από δύσκολη κατάσταση• выйти из пределов ή границ ξεπερνώ τα όρια• выйти из-под пера ή из-под кисти кого είμαι έργο του συγγραφέα, του καλλιτέχνη• выйти наружу φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα• не -шел чем δεν έγινε όπως περιμένονταν умом не -шел δεν του φτάνει, είναι λίγο κουτός• года -шли α) τα χρόνια ήρθαν(ωρίμασε), β) τα χρόνια πέρασαν (το κανονικό όριο).

    Большой русско-греческий словарь > выйти

  • 6 гореть

    гор||еть
    несов
    1. καίω, καίγομαι:
    лампа \горетьит ἡ λάμπα καίει, ἡ λάμπα εἶναι ἀναμμένη· дом \горетьи́т τό σπίτι καίγεται· \горетьи́т! (при пожаре) φωτιά!, πυρκαϊά!·
    2. (топиться \гореть о печке) καίω, εἶμαι ἀναμμένος·
    3. (быть в жару) καίω (ἀπ' τόν πυρετό), φλέγομαι:
    голова \горетьит τό μέτωπο καίει·
    4. (сверкать, блестеть) λάμπω, ἀστράφτω, ἀκτινοβολώ, σπινθηροβολώ:
    глаза \горетьят τά μάτια πετάνε σπίθες·
    5. (испытывать сильное чувство) φλέγομαι:
    \гореть желанием φλέγομαι ἀπ' τήν ἐπιθυμία, ἐπιθυμώ διακαώς· ◊ земля \горетьит у него под ногами κάθεται σ' ἀναμμένα κάρβουνα· у нее все \горетьит в руках εἶναι χρυσοχέρα· не \горетьи́т! (не к спеху) разг δέν μᾶς κυνηγάει κανείς, δέν εἶναι βία.

    Русско-новогреческий словарь > гореть

  • 7 град

    град I
    м
    1. τό χαλάζι, ἡ χάλαζα:
    идет \град πέφτει χαλάζι·
    2. перен ἡ βροχή, τό χαλάζι:
    \град вопросов βροχή ἐρωτήσεων \град иасмешек κοροϊδίες ἀπό παν-τοῦ· под \градом пуль ἀντιμετωπίζοντας βροχή ἀπό σφαίρες· удары сыпались \градом τά κτυπήματα ἐπεφταν σά(ν) βροχή· с него пот катился \градом разг ὁ ίδρωτας τοῦ ἐτρεχε ποτάμι.
    град II
    м уст. см. город.

    Русско-новогреческий словарь > град

  • 8 круг

    круг
    м в разн. знач. ὁ κύκλος, ὁ γδ-ρος:
    описывать \круг διαγράφω κύκλο· начертить \круг χαράσσω κύκλο· беговой \круг спорт. ὁ γύρος· Полярный \круг ὁ πολικός κύκλος· \круг сыра τό κεφάλι τυρί· спасательный \круг τό σωσίβιο· \круг деятельности ἡ σφαίρα δράσης· \круг знаний ὁ κύκλος των γνώσεων в тесном \кругу σέ στενό κύκλο· в \кругу́ семьи́ μέ τήν οίκογένεια, σέ οἰκογενειακό κύκλο· широкие \кругй населения τά πλατειά στρώματα τοῦ πλη-θυσμοῦ· правительственные \круги́ οἱ κυβερνητικοί κύκλοι· правящие \круги́ οἱ Ιθύνοντες, οἱ καθοδηγητικοί κύκλοι· дипломатические \кругй οἱ διπλωματικοί κύκλοι· ◊ у него \круги́ под глазами ἐχει τά μάτια κομμένα.

    Русско-новогреческий словарь > круг

  • 9 нести

    нес||ти́
    несов
    1. прям., перен φέρ(ν)ω, κουβαλώ, κρατῶ, βαστάζω:
    \нести чемодан κουβαλώ τή βαλίτσα·
    2. (гнать, мчать) φέρνω:
    по реке \нестиет лодку ὁ ποταμός παρασύρει τήν βάρκα· ветер \нестиет пыль (ό ἀέρας) σηκώνει σκόνη·
    3. (выполнять) ἐκτελῶ, ἐκπληρῶ, ἔχω:
    \нести обязанности ἐκτελώ καθήκοντα· \нести службу εἶμαι ὑπηρεσία· \нести караул φρουρώ, εἶμαι σκοπός· \нести дежурство εἶμαι ἐφημερεύων, εἶμαι τῆς ὑπηρεσίας·
    4. (терпеть) ὑφίσταμαι, ὑποβάλλομαι, ὑποφέρω:
    \нести наказание ὑφίσταμαι τιμωρίαν \нести потери воен. ὑφίσταμαι ἀπώλειες· \нести убытки ζημιώνω (άμετ.)· \нести ответственность φέρω εὐθύνην
    5. (приносить с собой) προξενώ, ἐπιφέρω:
    \нести смерть ἐπιφέρω θάνατο·
    6. безл (пахнуть):
    оттуда \нестиет чем-то ἀπό ἐκεῖ -Ερχεται μιά μυρωδιά· от него́ \нестиет табаком μυρίζει καπνό·
    7. безл (дуть):
    \нестиет из-под полу φυσά κάτω ἀπό τό πάτωμα·
    8. (о птицах):
    \нести яйца γεννώ αὐγά· ◊ \нести вздор λεω ἀνοησίες, λέω τρίχες· куда тебя \нестиет? разг γιά ποῦ τώβαλες;

    Русско-новогреческий словарь > нести

  • 10 брать

    беру, берешь, παρλθ. χρ. брал, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. παίρνω, λαμβάνω• πιάνω•

    брать руками παίρνω με τα χέρια•

    брать свой шляпу παίρνω το καπέλλο μου.

    || μτφ. εκλέγω, εκλάμβανα)•

    беру в качестве примера παίρνω σαν παράδειγμα•

    брать тему на диссертации παίρνω θέμα διατριβής.

    2. παίρνω μαζί μου (φεύγοντας)" мы берем продовольствия на два дня παίρνομε μαζί μας τρόφιμα για δυο μέρες•

    я -у с собой дочку παίρνω μαζί μου την κόρη.

    3. δέχομαι, προσδέχομαι•

    брать поручение παίρνω εντολή•

    брать грех на душу παίρνω αμαρτία στην ψυχή, αμαρταίνω.

    4. παίρνω στην κατοχή μου ή για χρησιμοποίηση•

    брать долг παίρνω δάνειο•

    брать приданое παίρνω προίκα.

    || ενοικιάζω•

    брать такси παίρνω ταξί.

    || αγοράζω•

    брать билеты в театр παίρνω εισιτήρια για το θέατρο•

    почем -ли ситвц? πόσο το πήρατε το τσιτάκι;

    5. εισπράττω•

    брать налога παίρνω φόρο.

    || υποχρεώνω κάποιον•

    брать слово παίρνω λόγο•

    брать обещание παίρνω υπόσχεση.

    6. βγάζω, εξάγω, εξορύσσω•

    -камень βγάζω πέτρα.

    || μτφ. δανείζομαι•

    брать цитату из писателя βγάζω (παίρνω) τσιτάτο από τον συγγραφέα.

    7. κυριεύω, καταλαβαίνω•

    -город παίρνω την πόλη.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    брать в пленных πιάνω αιχμαλώτου, αιχμαλωτίζω.

    || μτφ. κυριεύω, πιάνω•

    дрожь его берет τον πιάνει τρεμούλα.

    8. (αθλτ.) υπερπηδώ, ξεπερνώ•

    брать барьер υπερπηδώ το εμπόδιο.

    9. κατορθώνω, πετυχαίνω•

    он берет хитростью το κατορθώνει (καταφέρνει) με την πονηριά.

    10. αφαιρώ, απορροφώ, αποσπώ•

    чтение газет берет у него ежедневно час το διάβασμα των εφημερίδων του τρώει κάθε μέρα μια ώρα.

    11. βάλλω, κόβω, φτάνω•

    винтовка берет на 600 метров το ντουφέκι κόβει στα 600 μέτρα.

    12. κατευθύνομαι, στρίβω, κόβω•

    прохожий берет налево ο διαβάτης κόβει αριστερά.

    13. (με μερίκά ουσ. σχηματίζει στα ρωσικά συνδυασμούς)•

    брать во внимание προσέχω•

    брать в расчет υπολογίζω, λογαριάζω•

    брать под защиту παίρνω υπο την προστασία•

    брать в учет παίρνω υπ’ όψη (μου)•

    брать курс, направление παίρνω κατεύθυνση (κατευθύνομαι)•

    брать начало αρχίζω, παίρνω ως αφετηρία.

    εκφρ.
    брать ή взять аккорд – πιάνω συγχορδία• брать ή взять ноту πιάνω το μουσικό τόνο• брать ή взять быка за рога πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα•
    брать всем – έχω όλα τα προσόντα• брать ή взять за сердце за душу ή за живое κυριεύω τις καρδιές, τις ψυχές, επιδρώ ζωηρά, συγκινώ• брать ή взять на себя παίρνω επάνω μου, υπ’ ευθύνη μου•
    наша берет – νικούμε•
    ваша берет – νικάτε.
    1. παίρνομαι, λαμβάνομαι κλπ. ρ.μ.

    взятки -утся без свидетелей τα δωροδοκήματα παίρνονται χωρίς μάρτυρες (κρυφά).

    2. πιάνομαι, νιρατιέμαι•

    дети в игре -утся за руки τα παιδιά στο παιγνίδι πιάνονται από τα χέρια.

    || μτφ. ασχολούμαι•

    брать за перо πιάνομαι με το γράψιμο.

    3. καταπιάνομαι, καταγίνομαι•

    у меня ни опыта, ни знаний....как же брать за такую работу? εγώ δεν έχω ούτε πείρα, ούτε γνώσεις....Πως να καταπιαστώ με τέτοια εργασία;

    4. αναλαμβάνω•

    он не берется за это αυτός δεν αναλαβαίνει τέτοια δουλιά.

    5. (απρόσ.) αντλούμαι, βγαίνω, πηγάζω•

    откуда такие силы -утся? από που αντλούνται τέτοιες δυνάμεις

    εκφρ.
    брать ή взяться за ум – μυαλώνω, βάζω μυαλό, σωφρωνίζομαι•
    брать за оружие – παίρνω τα όπλα (εξεγείρομαι).

    Большой русско-греческий словарь > брать

  • 11 вить

    вью, вьёшь, παρλθ. χρ. вил, -а,вило προστκ. вей, παθ. μτχ. витый, βρ: вит, -а, -о, ρ.δ.μ.
    1. πλέκω, συστρέφω•

    вить веревку πλέκω τριχιά•

    вить венки πλέκω στεφάνια.

    || κουβαριάζω, μαζεύω κουβάρι•

    вить пряжу μαζεύω το νήμα κουβάρι•

    вить шелк περιτυλίγω το μετάξι.

    || κάμπτω, λυγίζω (το σώμα ή μέλος αυτού).
    εκφρ.
    вить веревки из (кого) – κάνω όπως θέλω (κάποιον).
    1. περιπλέκομαι, περιτυλίγομαι, ελίσσομαι, συστρέφομαι•

    у него волосы вьются от природы τα μαλλιά του είναι κατσαρά μόνα τους (από τη φύση)•

    плющ вьется ο κισσός περιτυλίγεται•

    вьется пыль из-под копыт коней κλωθανεβαίνει η σκόνη από τις οπλές των αλόγων.

    2. στροβιλίζω•

    снег -ется το χιόνι στροβιλίζει•

    орел вьется над горой ο αετός στριφογυρίζει πάνω απ’ το βουνό.

    3. περιστρέφομαι, γυρίζω, στριφογυρίζω•

    дети вьются около матери τα παιδιά στριφογυρίζουν στη μάνα τους.

    4. πλέκομαι, συστρέφομαι•

    веревки вьются из пеньки οι τρίχες πλέκονται από καννάβι.

    Большой русско-греческий словарь > вить

  • 12 делать

    ρ.δ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.деланный, βρ: -лан, -а, -о.
    1. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω•

    делать мебель φτιάχνω έπιπλο.

    || δημιουργώ.
    2. ασχολούμαι, διεξάγω•

    делать опыты κάνω πειράματα.

    || κάνω•

    делать выбор κάνω εκλογή, εκλέγω•

    делать уроки κάνω τα μαθήματα•

    делать ошибку κάνω (διαπράττω) λάθος•

    делать предложение κάνω πρόταση, προτείνω•

    делать попытку κάνω απόπειρα, αποπειρώμαι• κάνω προσπάθεια•

    делать подарок κάνω δώρο, δωρίζω•

    делать покупки κάνω τα ψώνια, ψωνίζω•

    делать различия κάνω διακρίσεις•

    делать прогулку κάνω περίπατο•

    делать глупости κάνω (διαπράττω) ανοησίες.

    || επιβάλλω•

    делать выговор επιβάλλω ποινή.

    || εκτελώ•

    делать сто оборотов в минуту κάνω εκατό στροφές στο λεπτό.

    3. συμπεριφέρομαι, ενεργώ•

    делать все по своему κάνω πάντα από κεφαλιού μου, όπως μου αρέοει.

    || παρέχω προξενώ•

    делать добро κάνω καλό•

    делать одолжение δανείζω.

    εκφρ.
    это -ет вам честь – αυτό σας τιμά•
    что с ним -? – τι να κάνεις μ’ αυτόν;•
    нечего делать – δεν έχω τι να κάνω•
    делать всеобщим – γενικεύω•
    делать на скорую руку – κάνω (διεκπεραινω) στα γρήγορα•
    делать мину (ή лицо, физиономию) – κάνω μορφασμό, μορφάζω" делать упреки μέμφομαι, κακίζω, ψέγω•
    делать под себя – τα κάνω ή κατουριέμαι στο κρεβάτι•
    от нечего делать – μη έχοντας τι να κάνω.
    1. γίνομαι, καθίσταμαι•

    погода -ется хуже и хуже ο καιρός όλο και -χειροτερεύει•

    -ется темно σκοτεινιάζει•

    делать скупым γίνομαι τσιγγούνης•

    он -ется смешным αυτός γίνεται γελοίος (γελοιοποιείται).

    2. συμβαίνω•

    что у вас -ется дома? τι συμβαίνει (τι γίνεται) στο σπίτι σας;•

    что с ним -ется? τι του συμβαίνει;•

    как это -ется? πως συμβαίνει (γίνεται) αυτό;•

    с ним иногда -ются обморки συμβαίνει κάποτε αυτός να λιποθυμά•

    там -ются странные вещи εκεί συμβαίνουν παράξενα πράγματα•

    ему -ется дурно от этого питья αυτός γίνεται χάλια απ’ αυτό το πιοτό.

    || αναφύομαι, αναπτύσσομαι, βγαίνω•

    у него -ется нарыв на ноге στο πόδι του βγαίνει σπυρί.

    3. σχηματίζομαι, δημιουργούμαι•

    на стене -ются трещины ο τοίχος σχηματίζει ρωγμές (ραγίζεται, σκάζει).

    4. κατασκευάζομαι, φτιάχνομαι. || συμπεριφέρομαι•

    -итесь с ним, как знаете συμπεριφερθήτε του, όπως ξέρετε.

    εκφρ.
    что ему (тебе, мнеκ.τ.τ.) -ется τι μπορεί να του συμβαίνει.

    Большой русско-греческий словарь > делать

  • 13 знак

    α.
    1. σημάδι, σημείο•

    опознавательные -и τα διακριτικά (γνωρίσματα) αεροσκάφους.

    || μαρτυρία, τεκμήριο, ένδειξη•

    в знак дружбы σε ένδειξη φιλίας•

    молчание знак знак согласия η σιωπή είναι κατάφαση.

    2. ίχνος, αχνάρι, πατημασιά• αποτύπωμα•

    у него остались -и после раны του έμειναν σημάδια από την πληγή.

    || στίγμα, βούλα, κουκίδα.
    3. οιωνός, προμήνυμα•

    добрый знак καλό σημάδι•

    дурной знак κακό σημάδι.

    4. σινιάλο, σήμα•

    условный знак συμβατικό σήμα•

    дать знак δίνω σήμα.

    5. συμβολικό σημάδι•

    иероглифические -и ιερογλυφικά σημάδια•

    стенографические -и στενογραφικά σημάδια•

    математические -и μαθηματικά σημάδια•

    алфавитные -и τα φθογγόσημα.

    || μάρκα, στάμπα•

    фабричный знак το σήμα της φάμπρικας.

    6. βλ. значок.
    7. νεύμα, γνέμα, γνέψιμο•

    сделать (подать) знак головой, κάνω νεύμα με το κεφάλι.

    εκφρ.
    - и отличия – τα εύσημα•
    знак почтовой оплаты – ταχυδρομικό ένσημο•
    - и различия – διάσημα, γαλόνια•
    в знак памяти – για ενθύμιο•
    под -ом – με το σύνθημα.ή με το χαρακτηριστικό γνώρισμα.

    Большой русско-греческий словарь > знак

  • 14 катить

    качу, катишь
    ρ.δ.μ.
    κυλώ• κυλινδώ (προς μια κατεύθυνση)• βλ. και катать.
    1. κυλώ, κυλιέμαι•

    катить вниз κατεβαίνω•

    под гору κατεβαίνω από το βουνό.

    2. τρέχω, ρέω, πηγαίνω•
    εκφρ.
    -ись колбасой ή колбаской – φύγε απ εδώ.

    Большой русско-греческий словарь > катить

  • 15 наружность

    θ.
    εμφάνιση, θεωρία, θωριά• παρουσιαστικό όψη• φαινομενικότητα•

    у него прекрасная наружность αυτός έχει πολύ ωραία εμφάνιση•

    судя по -и κρίνοντας από την. εμφάνιση;•

    наружность обманчива το παρουσιαστικό είναι απατηλό•

    под прекрасной -ью он скрывает низкую душу αυτός κρύβει την ευτελή ψυχή του κάτω από την ωραία εμφάνιση.

    || το εξωτερικό (αντικειμένου)•

    наружность дома το εξωτερικό του σπιτιού.

    Большой русско-греческий словарь > наружность

  • 16 уйти

    уйду, уйдшь, παρλθ. χρ. ушл, ушла, ушло, μτχ. παρλθ. χρ. ушедший,
    επιρ. μτχ. уйдя κ. (απλ.) ушедши ρ.σ.
    1. φεύγω, αναχωρώ• απέρχομαι•

    гости ушли οι φιλοξενούμενοι έφυγαν•

    брат ушл вчера ο αδερφός έφυγε χτες•

    завтра уйдёт сестра αύριο θα φύγει η αδερφή.

    || πηγαίνω•

    все ушли на работу όλοι έφυγαν για τη δουλειά•

    отец ушл на охоту ο πατέρας πήγε στο κυνήγι•

    уйти на вслах πηγαίνω με τα κουπιά (κωπηλατώντας).

    2. δραπετεύω, το σκάζω• αποδιδράσκω•

    уйти из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.

    || εγκαταλείπω, αφήνω•

    она ушла от него αυτή τον παράτησε•

    он ушл с института αυτός παράτησε το ινστιτούτο•

    уйти со сцены εγκαταλείπω τη σκηνή.

    || μτφ. απαλλάσσομαι, γλυτώνω, σώζομαι• ξεφεύγω•

    он хитрый уйти не уйдшь от его капкана αυτός είναι πονηρός, δε θα ξεφύγεις από την παγίδα του.

    3. περιέρχομαι, πηγαίνω, περνώ•

    отец ушл на пенсию ο πατέρας πέρασε στη σύνταξη•

    -в отпуск πηγαίνω σε άδεια (παίρνω άδεια)•

    уйти в запас περνώ στην εφεδρεία.

    4. διαβαίνω, περνώ, παρέρχομαι•

    годы ушли τα χρόνια πέρασαν•

    время прошло ο καιρός πέρασε.

    5. χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    богач пропал, вместе с ним ушло и-его счастье ο πλούσιος πέθανε, μαζί του πάει και η ευτυχία του.

    || πεθαίνω•

    ушедшего никогда не забудем τον πεθαμένο (απελθόντα) ποτέ δε θα τον ξεχάσομε.

    6. ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    за этот месяц ушло много денег αυτόν το μήνα έφυγαν πολλά χρήματα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    целый день уйдёт за это дело ολόκληρη μέρα θα φύγει (θα πάει) γι αυτήν την υπόθεση.

    7. (για υγρά) χύνομαι ξεχειλίζω•

    молоко ушло το γάλαχύθηκε (βράζοντας).

    8. προπορεύομαι, προτρέχω• προηγούμαι. || (για ωρολόγια)• πηγαίνωμπροστά.
    9. βλ. вместиться.
    10. βυθίζομαι, χώνομαι, μπαίνω, μπήγομαι• εισδύω•

    свая ушла глубоко в землю ο πάσσαλος μπήκε βαθιά στη γη.

    11. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι•

    ученик ушёл в книги ο μαθητής τό ρίξε στα βιβλία (στημελέτη).

    12. μετατρέπομαι, μετασχηματίζομαι, γίνομαι.
    εκφρ.
    уйти вперд – ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβάλλω• υπερέχω•
    уйти из жизни (в могилу, к проотцам) – φεύγω από τη ζωή, αποβιώνω, κατεβαίνω στον τάφο, πάω στον άλλο κόσμο•
    уйти на дно – βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο (πνίγομαι)•
    далеко уйти – προπορεύομαι πολύ, πηγαίνω πολύ μπροστά•
    недалеко уйти – δεν ξεπερνώ πολύ κάποιον•
    почва или земля ушла из-под ног – το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια•
    уйти в себя – α) αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου), β) κλείνομαι στο καβούκι.

    Большой русско-греческий словарь > уйти

См. также в других словарях:

  • ПОД МУХОЙ — МУХУ ЗАШИБИТЬ, МУХУ ЗАДАВИТЬ, МУХУ РАЗДАВИТЬ, МУХУ УБИТЬ, С МУХОЙ, ПОД МУХОЙ Выражения муху убить, муху зашибить, муху задавить, муху раздавить являются своеобразными идиоматическими синонимами. Трудно с точностью определить стилистический круг… …   История слов

  • Под несчастливой звездой (За гранью возможного) — Под несчастливой звездой The Outer Limits: Star Crossed Жанр фантастика Режиссёр Хелен Шейвер Продюсер Брент Карл Клаксон …   Википедия

  • Под несчастливой звездой — The Outer Limits: Star Crossed Жанр фантастика …   Википедия

  • ПОД — (1) ПОД (1) пода, о поде, на поду, м. Горизонтальная поверхность в печи, в печной топке, на к–рую кладется топливо. Печь пирог прямо на поду. Выложить под гладким кирпичом. Под в технике называется дном печи. (2) ПОД (2) и подо (см.) [без удар.,… …   Толковый словарь Ушакова

  • ПОД — (1) ПОД (1) пода, о поде, на поду, м. Горизонтальная поверхность в печи, в печной топке, на к–рую кладется топливо. Печь пирог прямо на поду. Выложить под гладким кирпичом. Под в технике называется дном печи. (2) ПОД (2) и подо (см.) [без удар.,… …   Толковый словарь Ушакова

  • под — (1) ПОД (1) пода, о поде, на поду, м. Горизонтальная поверхность в печи, в печной топке, на к–рую кладется топливо. Печь пирог прямо на поду. Выложить под гладким кирпичом. Под в технике называется дном печи. (2) ПОД (2) и подо (см.) [без удар.,… …   Толковый словарь Ушакова

  • под — (1) ПОД (1) пода, о поде, на поду, м. Горизонтальная поверхность в печи, в печной топке, на к–рую кладется топливо. Печь пирог прямо на поду. Выложить под гладким кирпичом. Под в технике называется дном печи. (2) ПОД (2) и подо (см.) [без удар.,… …   Толковый словарь Ушакова

  • ПОД РУКУ — идти с кем, подручь, об руку, положив руку в локоть. Под руку говорить, некстати, мешать, сбивать, когда чем занят. Подрукавный подбой. Подрукавный клин. Подрукавная мука, 2 го разбора, из под рукава (на мельнице). Подрукавные рукавицы, малые, на …   Толковый словарь Даля

  • Под своим деревом (сборник эссе) — Под «своим деревом» 「自分の木」の下で Автор: Кэндзабуро Оэ Жанр: детская литература …   Википедия

  • Под песком — Sous le sable Жанр драма …   Википедия

  • Под своим деревом — Под «своим деревом» 「自分の木」の下で Обложка японского издания «Под своим» деревом» Автор: Кэндзабуро Оэ Жанр: детская литература Язык оригинала: японский Оригинал издан: 2001 …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»